αφοσιωσις

αφοσιωσις
    ἀφοσίωσις
    ἀφ-οσίωσις
    -εως ἥ выполнение долга
    

ἀφοσιώσεως ἕνεκα Plut. — для очистки совести;

    ἀ. τιμῆς Plut. — оказание (чисто) внешних почестей


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "αφοσιωσις" в других словарях:

  • ἀφοσίωσις — purification fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀφοσιώσει — ἀφοσίωσις purification fem nom/voc/acc dual (attic epic) ἀφοσιώσεϊ , ἀφοσίωσις purification fem dat sg (epic) ἀφοσίωσις purification fem dat sg (attic ionic) ἀφοσιόω purify from guilt aor subj act 3rd sg (epic) ἀφοσιόω purify from guilt fut ind… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀφοσιώσεις — ἀφοσίωσις purification fem nom/voc pl (attic epic) ἀφοσίωσις purification fem nom/acc pl (attic) ἀφοσιόω purify from guilt aor subj act 2nd sg (epic) ἀφοσιόω purify from guilt fut ind act 2nd sg ἀ̱φοσιώσεις , ἀφοσιόω purify from guilt futperf ind …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀφοσίωσιν — ἀφοσίωσις purification fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αφοσίωση — η (AM ἀφοσίωσις) νεοελλ. προσήλωση σε κάποιον ή κάτι, ένθερμος ζήλος, μεγάλη αγάπη αρχ. μσν. καθιέρωση αρχ. 1. πράξη που γίνεται μόνο για τους τύπους 2. εξαγνισμός, καθαρμός …   Dictionary of Greek

  • ἀφοσιώσεως — ἀφοσιώσεω̆ς , ἀφοσίωσις purification fem gen sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»